Η μελέτη αποκατάστασης και ενίσχυσης εκπονήθηκε από τον Καθηγητή Α. Τριανταφύλλου του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Ο ναός καλύπτεται με θολοδομία, η οποία φέρεται από τους περιμετρικούς τοίχους και από δύο σειρές κτιστών υποστυλωμάτων από λαξευτούς λίθους. Κάθε σειρά περιλαμβάνει τρεις κίονες κυκλικής διατομής διαμέτρου 0,45m και ένα πεσσό τετραγωνικής διατομής πλευράς 0,50m.
Κατασκευαστικά το κτήριο του ναού ανήκει στην τυπική οικοδομική παράδοση της ευρύτερης περιοχής όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι τοίχοι του είναι κτισμένοι με λαξευτούς και ημιλαξευτούς πράσινους φλύσχες, λίγους πωρόλιθους και κατά τόπους λίγους ασβεστόλιθους. Η πλήρωση των αρμών έχει γίνει με αρμολόγημα από ασβεστοκονίαμα. Σε γενικές γραμμές το κατασκευαστικό επίπεδο του ναού μπορεί να χαρακτηρισθεί σχετικά υψηλής ποιότητας, δεδομένου ότι ενώ η ηλικία του κτίσματος πλησιάζει του τρεις αιώνες, εντούτοις δεν παρουσιάζει σημαντικές φθορές, ρωγμές ή ίχνη επισκευών, παρά το ότι βρίσκεται σε μία περιοχή με αξιόλογη σεισμική δραστηριότητα.
Εξαίρεση αποτελούν ορισμένοι εκ των κιόνων, οι οποίοι εμφανίζουν φθορές και βλάβες όπως απολεπίσεις, τοπικές θραύσεις και ρωγμές.
Οι κίονες ενισχύθηκαν με αναστρέψιμη μεθοδολογία ως ακολούθως. Καθαρισμός σαθρών από την επιφάνειά τους. Εφαρμογή ινοπλισμένου κονιάματος εξομάλυνσης φυσικής υδραυλικής ασβέστου Μ15 πάχους >10mm. Εφαρμογή μανδύα περίσφιγξης στρώσεων σύνθετου υλικού από ίνες υάλου με κατάλληλες επικαλύψεις. Επίπαση με χαλαζιακή άμμο και εφαρμογή επιχρίσματος («φινίρισμα») φυσικής υδραυλικής ασβέστου με χρωματική απόχρωση αυτή των λίθινων κιονόκρανων σε πάχος 5mm.
Η επέμβαση αυτή δεν αλλοιώνει τη φυσιογνωμία των κιόνων, οι οποίοι ήταν ούτως ή άλλως μέχρι προσφάτων επιχρισμένοι.